κορακιάζω

κορακιάζω
κοράκιασα, κορακιασμένος
1. μαυρίζω όπως ο κόρακας.
2. βήχω τον κορακόβηχα.
3. διψώ πολύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορακιάζω — κορακιάζω, κοράκιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορακιάζω — [κοράκι] 1. γίνομαι όμοιος με κόρακα, μαυρίζω σαν τον κόρακα 2. βήχω με κορακόβηχα 3. (για αιγοπρόβατα) πάσχω από τη νόσο κοράκιο 4. διψώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • κοράκιο — το ασθένεια τών αιγοπροβάτων που προέρχεται από υπερβολική δίψα και αναγνωρίζεται από μια μελανή μεμβράνη κάτω από τη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για υποχωρητ. παρ. τού κορακιάζω (πρβλ. γέλ ιο < γελώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”